- αποθραυσις
- ἀπόθραυσιςἀπό-θραυσις-εως ἥ разрыв
(νεφῶν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(νεφῶν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απόθραυσις — ἀπόθραυσις, η (Α) ιατρ. σπάσιμο, κάταγμα … Dictionary of Greek
ἀπόθραυσις — breaking fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθραύσει — ἀπόθραυσις breaking fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποθραύσεϊ , ἀπόθραυσις breaking fem dat sg (epic) ἀπόθραυσις breaking fem dat sg (attic ionic) ἀποθραύω break off aor subj act 3rd sg (epic) ἀποθραύω break off fut ind mid 2nd sg ἀποθραύω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόθραυσιν — ἀπόθραυσις breaking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθραύσεως — ἀποθραύσεω̆ς , ἀπόθραυσις breaking fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)